λαβραγόρην

λαβραγόρην
λαβραγόρης
bold
masc acc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λαβραγόρης — λαβραγόρης, ου, ὁ (Α) ακράτητος στα λόγια, φλύαρος, απερίσκεπτος, θρασύς («οὐδὲ τί σε χρὴ λαβραγόρην ἔμεναι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λάβρος + αγόρης (< ἀγοράομαι «μιλώ»), πρβλ. υμν αγόρης, χρησμ αγόρης] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”